- παρακυπτικός
- -ή, -όν, Μ [παρακύπτω]1. κατάλληλος για να σκύβει κανείς και να βλέπει («παρακυπτικαὶ θυρίδες», Κώδ. Ιουστιν.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακυπτικόνθυρίδα κατάλληλη για να σκύβει κανείς και να βλέπει μέσα ή έξω.
Dictionary of Greek. 2013.